κυβερνῇ

κυβερνῇ
κυβερνάω
steer
pres subj mp 2nd sg (doric)
κυβερνάω
steer
pres ind mp 2nd sg (doric)
κυβερνάω
steer
pres subj act 3rd sg (doric)
κυβερνάω
steer
pres ind act 3rd sg (doric)
κυβερνάω
steer
pres subj mp 2nd sg (epic ionic)
κυβερνάω
steer
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
κυβερνάω
steer
pres subj act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • киберне́тика — и, ж. Наука об общих закономерностях процессов управления и связи в организованных системах (в машинах, живых организмах и обществе). [От греч. κυβερνητης кормчий, рулевой] …   Малый академический словарь

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη …   Dictionary of Greek

  • ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • περονήτις — ήτιδος, ἡ, Α η περονατρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τις (πρβλ. κυβερνή τις)] …   Dictionary of Greek

  • ποινήτις — ήτιδος, ἡ, Α αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τις (πρβλ. κυβερνῆ τις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”